- φιλοπονηθεῖσα
- φιλοπονέωlove labouraor part pass fem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κούρσουλας, Νικόλαος — (Ζάκυνθος ; – Άγιον Όρος 1652;). Λόγιος, κληρικός και δάσκαλος. Σπούδασε στο Ελληνικό Κολέγιο του Αγίου Αθανασίου της Ρώμης, όπου αναγορεύτηκε διδάκτορας της θεολογίας και της φιλολογίας (1625). Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, έζησε για ορισμένο… … Dictionary of Greek
ЕВХАРИСТИЯ. ЧАСТЬ II — Е. в православной Церкви II тысячелетия Е. в Византии в XI в. К XI в. визант. богослужение приобрело почти тот вид, какой оно сохраняло в правосл. Церкви все последующее тысячелетие; в его основе лежала древняя к польская традиция, значительно… … Православная энциклопедия